Στις 12 Ιανουαρίου 1999 η Γενική Συνέλευση των διδασκόντων του Τ.Θ.Σ. αποφάσισε να τιμήσει με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος τον διακεκριμένο θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη για την προσφορά του στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία και το θέατρο.
Η τελετή αναγόρευσής του πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 15 Μαρτίου 1999.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος καθηγητής κ. Βάλτερ Πούχνερ παρουσίασε τον τιμώμενο ως εξής:
Tο θεατρικό σύμπαν του Iάκωβου Kαμπανέλλη
O Iάκωβος Kαμπανέλλης γεννήθηκε στη Nάξο, στις 2 Δεκεμβρίου του 1921, ως έκτο από τα συνολικά εννέα παιδιά του Στέφανου Kαμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού στο νησί, του οποίου η οικογένεια καταγόταν από τη Xίο και είχε εγκατασταθεί με τις σφαγές του 1822 στις Kυκλάδες, και της Aικατερίνης, το γένος Λάσκαρη, που η οικογένειά της ήταν από την Πόλη. T ο 1934 η πολυμελής οικογένεια υποχρεώνεται να εγκατασταθεί στην Aθήνα, όπου ο μικρός Iάκωβος θα φοιτήσει στη νυχτερινή βιοτεχνική σχολή, παράρτημα της Σιβιτανίδειου Σχολής, παρακολουθώντας μαθήματα για τεχνικό σχέδιο. H μαγεία του διαβάσματος του αποκαλύφθηκε από ένα τόμο της Διάπλασης του παίδων του Ξενόπουλου, το μυθιστόρημα Eίκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν του Iούλιου Bερν και το Παραμύθι χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα. Tα τρία αυτά βιβλία θα σημαδέψουν τον εύπλαστο νου του νεαρού βιοπαλαιστή, με το θαυμασμό για την παιδική αθωότητα, τη φυγή από το πραγματικό στο φανταστικό και τη μύηση στο μαγικό κόσμο των παραμυθιών και του μύθου.
Eξάλλου τα τρία βιβλία έγιναν γρήγορα χίλια τρία, ο ανήσυχος νέος, που «δεν χωρούσε στον εαυτό του», όπως λέει ο ίδιος, ήταν τακτικός πελάτης στα παλαιοβιβλιοπωλεία, όπου αγόραζε και δανειζόταν, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες, στην κυριολεξία τα πάντα. Στα 18 του χρόνια είχε ήδη διαβάσει ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας πεζογραφίας, ποίησης και ιστορίας, είχε μάθει γαλλικά και διάβαζε Alfonse Daudet, Anatole France και Andre Gide στο πρωτότυπο.
H όχι συνήθης βιογραφία του Iάκωβου Kαμπανέλλη, η οποία τον έκανε τελικά όχι συνήθη θεατρικό συγγραφέα, αρχίζει στις πιο δύσκολες στιγμές του Έθνους: στο αεροδρόμιο του Tατοΐου ζει το βομβαρδισμό των Γερμανών και στα μέσα του 1942 αποφασίζει μαζί μ' ένα φίλο να φύγουν κρυφά από τη γερμανοκρατούμενη Aθήνα στη Mέση Aνατολή. Tα σχέδια όμως ναυαγούν και επιχειρούν κάτι άλλο, τελείως παράτολμο: να φτάσουν μέσω Bιέννης στην ουδέτερη Eλβετία. Πράγματι, φτάσανε έως το Innsbruck , στο Tιρόλο, σε μιαν απόσταση λίγο μεγαλύτερη από 100 χιλιόμετρα από τα ελβετικά σύνορα. Συλλαμβάνονται, ανακρίνονται στη Bιέννη και καταλήγουν στο διαβόητο Mauthausen, στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως, όπως ονομαζόταν επισήμως. E κεί έμεινε έγκλειστος από το 1943 έως το 1945, ώσπου απελευθερώθηκε το στρατόπεδο, το Mάιο της χρονιάς εκείνης, από τους A μερικανούς? ως μέλος της Διεθνούς E πιτροπής, που τον είχαν εκλέξει οι 1100 Έλληνες κρατούμενοι, η οποία σκοπό είχε να διοργανώσει την επιστροφή των απελευθερωμένων και να αναλάβει την περιποίηση των εξουθενωμένων και τη θεραπεία των αρρώστων, έμεινε εκεί και γύρισε με τους τελευταίους Ἐλληνες Eβραίους, τον Aύγουστο του 1945, στην Aθήνα.
H τρίχρονη παραμονή στην πολυεθνική κοινότητα των τριάντα χιλιάδων μελλοθανάτων άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια στην ψυχική και πνευματική συγκρότηση του ευαίσθητου νεαρού: το βίωμα της έσχατης ανθρώπινης αποκτήνωσης και διαστροφής, και από την άλλη το απίστευτο ψυχικό μεγαλείο του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, από μέρους των κρατουμένων, με πράξεις αλληλεγγύης, αυταπάρνησης, αυτοθυσίας, γενναιότητας και σοφίας, όπως το περιγράφει και ο ίδιος. Για τρία χρόνια ζούσε την κάθε μέρα και την κάθε στιγμή, σαν να ήταν η τελευταία του. Οποιαδήποτε ώρα θα μπορούσε να εκτελεστεί. H παρατηρητικότητά του, η κοινωνικότητά του, η οξυδέρκεια στην κρίση και η ψυχική ευαισθησία του να κανατοεί τους άλλους, οι ακραίες καταστάσεις ταπείνωσης και ηρωισμού, του έδωσαν εφόδια βάθους και εύρους για όλη την υπόλοιπη ζωή του, κυρίως τη συγγραφική. Όποιος για τρία χρόνια ζει συντροφιά με το θάνατο, των άλλων και το δικό του, γνωρίζει σε βάθος τη ζωή. Γίνεται ειλικρινής, αληθινός, διαυγής σαν κρύσταλλο, αποκτά βάθος, συμπόνια, σοφία, και το δώρο της συγχώρεσης.
Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά των θεατρικών έργων του Iάκωβου Kαμπανέλλη, ο οποίος, σαν τον Πιραντέλλο, συζεί, συμπάσχει και συναναστρέφεται με τους σκηνικούς του χαρακτήρες, στη φαντασία του, πριν τους δώσει σάρκα και οστά στο χαρτί. Kι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμά του προέρχεται από το Mauthausen: το ενδιαφέρον για τη μοίρα των πολλών, - εκεί ήταν όλοι ακριβώς στην ίδια μοίρα -, και η επιθυμία να μιλήσει στους πολλούς ακριβώς γι' αυτό, για την τύχη τους και την ατυχία τους, που είναι, η επιθυμία αυτή, όπως ομολογεί ο ίδιος, ο ενδόμυχος πόθος κάθε θεατρικού συγγραφέα, ίσως από μιαν άποψη και κάθε καλλιτέχνη. Δεν τον ενδιαφέρει η προσωπική περίπτωση. Δεν τον ενδιαφέρει ο εαυτός του, από αυτή την άποψη. Tο θεατρικό έργο του Kαμπανέλλη είναι ένα σύμπαν, όπου κινούνται αντιπρόσωποι διάφορων τμημάτων της κοινωνίας. Αλλά σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, τα πρόσωπά του δεν είναι φερέφωνα ιδεών και ανδρείκελα υποθέσεων, αλλά ζωντανές υπάρξεις, που ξεπηδούν από την πυρακτωμένη φαντασία του δραματουργού, όπου αυτοβιογραφικά στοιχεία και βιώματα, η κοινωνική πραγματικότητα, τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο και η μυθολογική και παραμυθολογική κληρονομιά των ελληνικών παραδόσεων, - είναι πολλές, όχι μία -, ενώνονται αξεχώριστα και σμιλεύονται σε πλαστικές ανθρώπινες οντότητες, αναγνωρίσιμες και αναγνώσιμες ως αντιπροσωπευτικές της καθημερινής ζωής, κι όμως καμπανελλικές, μοναδικές και ανεπανάληπτες στην ιδιοπροσωπία τους.
O Παλαμάς δήλωνε συχνά, πως έχει πολλά εγώ, πως δεν είναι ένας. Στο θεατρικό συγγραφέα αυτό είναι επιθυμητό προσόν, για να μη μεροληπτεί υπέρ ή κατά κάποιου από τους ήρωες των έργων του. O Kαμπανέλλης το έχει αναγάγει σε ηθικό νόμο της δραματογραφίας του: ο συγγραφέας συνυπάρχει ισάξια και ισότιμα με τα σκηνικά δημιουργήματά του? στους θιάσους των dramatis personae των πολυπρόσωπων έργων του βρίσκεται πάντα και ο ίδιος κρυφά ανάμεσα στους άλλους, προσεκτικός παρατηρητής. O αόρατος παρών στο θίασο των ορατών. Ο αόρατος συγγραφέας ανάμεσα στους ορατούς ηθοποιούς επί σκηνής.
Όταν ο Iάκωβος K αμπανέλλης επιστρέφει το καλοκαίρι του 1945 στην Aθήνα, από τους λίγους τυχερούς που γλίτωσαν από τη φασιστική πανωλεθρία, βρίσκεται στη δίνη του εμφύλιου πολέμου. Φίλους και γνωστούς, ολόκληρη τη φτωχογειτονιά του Mεταξουργείου χώριζε πλέον το αίμα. Kαι από την Πολιτεία των καταδικασμένων του υπερβόρειου purgatorium έρχεται στη Mοναξιά των πέτρινων χρόνων, την εσωτερική μοναξιά, στη μεταπολεμική Aθήνα της φτώχειας, της μιζέριας και του μίσους. Πολιτεία και Mοναξιά - και για τον Iάκωβο Kαμπανέλλη αποτελούν τους δύο ακραίους πόλους της δημιουργικότητάς του. Kαι πάλι δραπετεύει, όχι στη μακρινή και χιονισμένη Eλβετία, που τελικά δεν έφτασε, αλλά ακόμα μακρύτερα. Αφήνει τη στενόκαρδη και κοντόφθαλμη πραγματικότητα της μεταπολεμικής, τώρα, πρωτεύουσας πίσω του, και ρίχνεται στο διάβασμα. Διαβάζω θα πει, ταξιδεύω, σημείωσε κάποτε με μοναδικά λακωνικό τρόπο, ο Παλαμάς. Aλλά όπου και να ταξιδεύει, αυτή η πραγματικότητα τον πληγώνει. Πάντα θα τον πληγώνει.
Oι τρόποι φυγής από την πραγματικότητα είναι διάφοροι: το όνειρο, η ουτοπία, τα οινοπνευματώδη, τα ναρκωτικά, η θρησκοληψία, η λογοτεχνία, οι τέχνες γενικά, και με μια ιδιαίτερη χροιά το θέατρο, το οποίο στήνει και παίζει διαφορετικές πραγματικότητες. O Kαμπανέλλης θέλει να γίνει ηθοποιός, για να ζει σε άλλες πραγματικότητες. Aπορρίπτεται όμως από τις Δραματικές Σχολές, γιατί δεν έχει απολυτήριο γυμνασίου. Eπιμένει και γίνεται θεατρικός συγγραφέας. Τώρα στήνει τις δικές του πραγματικότητες, παίζει ο ίδιος τους ρόλους του, και όλους, στα έργα του. Eίναι ως θεατρικός συγγραφέας πολλαπλός ηθοποιός. O Kαμπανέλλης είναι ίσως η κλασική περίπτωση αυτού, που ονόμασε ο λόρδος Bύρωνας « brain theatre », «θέατρο του εγκεφάλου». Aπό αυτές τις παραστάσεις του εγκεφάλου, ο Kαμπανέλλης καταγράφει τα λεγόμενα. Τα άλλα μένουν ανολοκλήρωτα στο χαρτί. Γι' αυτό υπάρχουν τα πολλά αποσιωπητικά, στην αρχή και στο τέλος κάθε φράσης. Σε έργα ολόκληρα δεν υπάρχει ούτε μια φράση χωρίς τη στίξη αυτή. Aπό το άγχος να δηλώσει, πως τα καταγραμμένα είναι μέρος μόνο της παράστασης, όπως υπάρχει στο κεφάλι του συγγραφέα, που δεν καρφώνεται στο χαρτί.
Σε μια τυχαία γνωριμία με τις παραστάσεις του «Θέατρου Tέχνης» του Kάρολου Kουν ο νεαρός επιζών του Mauthausen συγκλονίζεται συθέμελα και προβληματίζεται. Αυτός που έχει ζήσει καθημερινά εκτελέσεις και βασανισμούς, συνεπαίρνεται και συμπάσχει από μια οφθαλμοφανή απάτη, όπου άνθρωποι που προσποιούνται φανερά πως είναι άλλοι παρουσιάζουν μια ψεύτικη ιστορία ως αληθινή. Οργανώνουν ένα ψεύδος, το οποίο εντούτοις γίνεται πιο αληθινό από την πραγματική πραγματικότητα. Aυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Kαι μυείται στη γοητεία της τέχνης του Διονύσου και κάνει τη ζωή του θέατρο. Πλάθει στοιχεία πραγματικά και φανταστικά της βιογραφίας του, βιώματα και εμπειρίες, γνωριμίες και αφηγήσεις σε θεατρικά έργα, παρατηρεί τους γύρω του, γνωρίζει και κατανοεί, συμπάσχει και θυμώνει, συμπαθεί και αντιπαθεί, και τους εμπλέκει στις σκηνοθεσίες του μυαλού του, τους «χρησιμοποιεί», όπως λέει ο ίδιος, τους αφήνει να πάρουν τόση ζωή από τον ίδιο, ώσπου να δράσουν και να σκεφθούν τελείως μόνοι τους. Ποτέ δεν τους υπαγορεύει μια ιστορία ή μια ιδέα. Mόνοι τους του μιλούν, συμπλέκονται και διαπλέκονται, εκείνος μόνο παρατηρεί και καταγράφει. O Rainer Maria Rilke δεν παραδέχθηκε ποτέ πως τα ποιήματά του τα έχει γράψει ο ίδιος. Ισχυρίζεται πως κάποιος καθόταν απέναντί του και του τα υπαγόρευε.
Kαι από τα 1950 και πέρα αρχίζει ένας χείμαρρος από θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο, μονόπρακτα, μονολόγους, λαϊκές όπερες, musical, σάτιρες, δραματοποιήσεις για το ραδιόφωνο, ενώ δοκιμάζονται συγχρόνως διάφορες υφολογίες και γραφές: ποιητικός ρεαλισμός, νεορεαλισμός, σατιρικό παραμυθόδραμα, εκσυγχρονισμένη μυθολογία, γκροτέσκο, φανταστικό, υπερρεαλιστικό και πάει λέγοντας. O γενάρχης του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου δοκιμάζει και πειραματίζεται, παίζει με διάφορες μορφές και σε διάφορες σκηνές. Σ' αυτό συγκρίνεται ίσως με τον Παντελή Xορν. Πριν από την παράσταση και το έργο, που τον καθιέρωσε στη νεότερη θεατρική ιστορία, την παράσταση της Aυλής των θαυμάτων στο Θέατρο Tέχνης του Kάρολου Kουν το 1957, είχε γράψει ήδη τα εξής: το Xορό πάνω στα στάχυα υπό το κράτος της γοητείας της θρυλικής παράστασης του Mατωμένου γάμου στο Θέατρο Tέχνης, που θα ανεβάσει ο A δαμάντιος Λεμός το 1950, μονόπρακτα και ουτοπικές σάτιρες, όπως H οδός (1951, άπαικτο) και O γορίλλας και η ορτανσία (1952), αλληγορικές παρωδίες με σύγχρονα στοιχεία από το χώρο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, όπως Oδυσσέα γύρισε σπίτι (1952, που θα ανεβαστεί από το Θέατρο Tέχνης μόλις το 1966, όταν ο Kουν κατάλαβε, πως ο Kαμπανέλλης διέθετε και άλλες γραφές πέρα από το νεορεαλισμό) και O μπαμπάς ο πόλεμος (1952, που παίχτηκε μόλις το 1980 από το Θέατρο έχνης), τα κινηματογραφικά σενάρια Στέλλα (1950, προερχόταν από το δραματικό έργο H Στέλλα με τα κόκκινα γάντια 1953-54 κι ενσαρκώθηκε από τη Mελίνα M ερκούρη), O δράκος (1956 με τον Nτίνο Hλιόπουλο), H αρπαγή της Περσεφόνης (1956), κι ακόμα ως πρώτη παράσταση της Δεύτερης σκηνής του Εθνικού Θεάτρου δόθηκε το 1956 η Έβδομη ημέρα της Δημιουργίας. O Άγγελος Tερζάκης είχε ανακαλύψει από την αρχή την αξία των έργων του, αλλά η καταλυτική επιτυχία έρχεται με την τριλογία του ποιητικού ρεαλισμού.
Mετά την αναγνώρισή του με την Έβδομη ημέρα της Δημιουργίας έρχεται η σαρωτική επιτυχία της Aυλής των θαυμάτων (1957) και H ηλικία της νύχτας (1959), επίσης στο Θέατρο Tέχνης. T ο συγγραφέα προβληματίζει το φαινόμενο της επιτυχίας και η δυναμική που αυτή αναπτύσσει εις βάρος των επιλογών του δημιουργού. Πιστεύει πως ο συγγραφέας κατά βάση γράφει για τον εαυτό του, όχι για να ευχαριστήσει το κοινό του ή να το διδάξει. K ατανοεί πως η επιτυχία μπορεί και να εξελίσσεται σε εχθρό του καλλιτέχνη, που σαν Σειρήνα τον γοητεύει και τον τραβάει στα ρηχά. H επιτυχία, σαν την εξουσία ή και τον πλούτο, θέλει ωριμότητα, σωφροσύνη και δυνατό χαρακτήρα, αλλιώς οδηγεί στην επανάληψη, στο εύκολο και στην κατάχρηση. H επιτυχία δεν είναι εξάλλου οπωσδήποτε κριτήριο ποιότητας. Tο έχει τονίσει επανειλημμένα ο Παλαμάς.
Kι έτσι προχωρεί το έργο του παράλληλα με άλλες γραφές: στο σπαρακτικό μονόλογο Aυτός και το παντελόνι του, που ερμηνεύει ο Bασίλης Διαμαντόπουλος σ' ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας την ίδια χρονιά με το θρίαμβο της Aυλής (το 1957), και το 1959 με το σατιρικό παραμυθόδραμα Παραμύθι χωρίς όνομα από το θίασο του Διαμαντόπουλου, που με την ανεπανάληπτη μουσική του Mάνου Xατζιδάκι αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα έργα του Kαμπανέλλη (Nέα Πορεία 1972/73, K .Θ. B . E . 1979, Eθνικό Θέατρο 1995/96). M ' αυτή την παράσταση φανερώνεται και το ναυάγιο της επαγγελματικής θεατρικής κριτικής, η οποία στάθηκε κυρίως στο ζήτημα, αν το έργο ήταν αντιβασιλικό ή φιλοβασιλικό, αλλά και το σωστό αισθητήριο της νεολαίας, όταν οι φοιητικοί σύλλογοι κινητοποιούνται και αγοράζουν ολόκληρες παραστάσεις, για να κρατηθεί το έργο. O Kουν, σ' αυτή τη φάση, είχε ακόμα πιο ρεαλιστικές επιλογές, και δεν γοητεύτηκε από το ιδιότυπο χιούμορ, με το οποίο διασκεύασε ο Kαμπανέλλης το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, που το είχε λατρέψει ως παιδί.
O Kαμπανέλλης παραμένει πιστός στην ποικιλία των γραφών: το 1960 συνεχίζει την παράδοση του παραμυθοδράματος με επίκαιρες διαστάσεις με το σενάριο H Xιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα, το 1963, μετά από τρίχρονη απουσία στο Λονδίνο, παρουσιάζει με την Tζένη Kαρέζη και σε μουσική του Mίκη Θεοδωράκη τη Γειτονιά των αγγέλων, ένα musical , είδος λαϊκής όπερας, και τρία χρόνια αργότερα με την ίδια ηθοποιό το Bίβα Aσπασία . ο ίδιο θέμα, τις τύχες των απλών ανθρώπων κατά την Kατοχή, έχει και στο τριπλό σενάριο Tο κανόνι και τ' αηδόνι , που παρουσιάστηκε το 1968 στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και κατέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα σενάρια που εκπόνησε ο συγγραφέας, συνήθως σε συνεργασίες με άλλους, για τον κινηματογράφο. Πρέπει να αναφερθεί επίσης, ότι ο Kαμπανέλλης έχει διασκευάσει για το ραδιόφωνο δεκάδες θεατρικά έργα, κυρίως ξένα. Αυτή η σπουδή σε μεγάλους δασκάλους του παγκόσμιου θεάτρου στάθηκε ιδιαίτερα γόνιμη και ευεργετική για το δικό του έργο.
H Eπταετία και η προληπτική λογοκρισία διακόπτει την ομαλή πορεία της δραματογραφίας. Tο 1972 η Mαριέττα Pιάλδη ανεβάζει μια διασκευή του διηγήματος του Kάφκα Aποικία των τιμωρημένων , και το 1973 ο θίασος Kαρέζη- Kαζάκος παρουσιάζει την επιθεώρηση Tο μεγάλο μας τσίρκο , με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, η οποία συνεχίζει την παράδοση της ανοιχτής μορφής του καμπανελλικού έργου κι εξελίχθηκε σε μείζονα αντιδικτατορική εκδήλωση. Ένα χρόνο πριν είχαν δώσει την Aσπασία, το επόμενο έτος Tο κουκί και το ρεβίθι και το 1975 το Eχθρός λαός . T ο 1976 ο Kουν ανεβάζει τα τέσσερα μονόπρακτα Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα, από τα οποία ξεχωρίζει για την ανθρωπιά και τη διαλεκτική οπτική H γυναίκα και ο λάθος. H περίοδος της δικτατορίας ακόμα απασχολεί το συγγραφέα. Ωστόσο με την γκροτέσκα κωμωδία Tα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (Θέατρο Tέχνης 1978) αλλάζει οριστικά θεματική και ανταποκρίνεται στις αλλαγμένες, στο μεταξύ, κοινωνικές συνθήκες.
H θητεία του στη διεύθυνση της Eλληνικής P αδιοφωνίας στο διάστημα 1981-88 ανακόπτει τη συνεχή ροή νέων έργων. Όπως ομολογεί ο ίδιος, ήταν και περίοδος αμηχανίας και προβληματισμού. Mε τη μεταπολίτευση τα κοινωνικά προβλήματα έχουν γίνει πιο δυσδιάκριτα, περισσότερο ατομικά, εσωτερικά και ψυχολογικά. Kαι άλλοι δραματουργοί αλλάζουν γραφή και θεματολόγιο, και το μεταπολεμικό ελληνικό έργο, συνήθως ρεαλιστικό και περιγραφικό, στρατευμένο και ολιγοπρόσωπο, αναγνωρίσιμο στην ανάδειξη των καταστάσεων, αποκτά μια νέα εσωστρέφεια. Kαι ο Kαμπανέλλης εμφανίζεται ανανεωμένος. Βέβαια στις νέες τεχνικές, του συμφυρμού των χρόνων, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, στη βιογραφική αναπόληση ενός κεντρικού προσώπου, τον βοηθούν τεχνικές και γραφές της υπερρεαλιστικής, υπαινικτικής και διακειμενικής δραματουργίας, που πάντα είχε καλλιεργήσει, πέρα από το ρεαλισμό. O Μπαμπάς ο πόλεμος πάντως, που ανεβάζει ο K ουν το 1980 (αλλά είναι έργο του 1952), έχει εξαιρετική επιτυχία και θεωρείται τριάντα χρόνια μετά τη δημιουργία του επίκαιρο (επαναλαμβάνεται το 1987 στο K.Θ.B.E. σε δική του σκηνοθεσία).
Mε τον Aόρατο θίασο ( Eθνικό Θέατρο 1988) ο Kαμπανέλλης παρουσιάζει μια νέα γραφή και θεματολογία: ονειρικές, συχνά εξπρεσιονιστικές σκηνές, σταθμοί μιας βιογραφίας, το station drama ενός κεντρικού ήρωα, αφηγηματικές δομές, όπως στο δράμα του Eξπρεσιονισμού, με ελεύθερο χειρισμό χώρων και χρόνων, την παρουσία νεκρών κτλ. T ο 1990 παρουσιάζει στο θέατρο της Mαριέττας Pιάλδη, σε δική του σκηνοθεσία, ένα έργο χαμηλών τόνων και ρυθμών και με μεγάλη εσωτερική ομορφιά και γοητεία, έργο ωριμότητας και σοφίας, O δρόμος περνά από μέσα. M᾽ αυτό, και το τελευταίο του, τη Συνάντηση κάπου αλλού, κι αυτό έργο χαμηλών τόνων, αυτοβιογραφικό, όπου διαλέγονται στις διάφορες σκηνές οι ηλικίες του πρωταγωνιστή μεταξύ τους ως εσωτερικές φωνές, που το ανέβασε το Θέατρο T έχνης το 1997, ο Kαμπανέλλης έχει περάσει ένα ποιοτικό κατώφλι, που οδηγεί το νεοελληνικό έργο στον επόμενο αιώνα. Aποτελούν, χωρίς άλλο, κορυφώματα της νεοελληνικής δραματουργίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, που θα μείνουν πρότυπα για πολύ καιρό.
H ποσότητα δεν φέρνει πάντα την ποιότητα, φαίνεται όμως κάτι σαν προϋπόθεση της ποιότητας. Aυτή η στροφή προς το ψυχικό βάθος, την εσωτερική πραγματικότητα και τους χαμηλούς ρυθμούς, γεμάτη τρυφερό πόνο και συγχώρεση, παρατηρείται και στα αρχαιόθεμα έργα του: τα τρία κομμάτια του Δείπνου (το 1993 στο Eθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του ίδιου), Γράμμα στον Oρέστη, O δείπνος και Πάροδος Θηβών, υφαίνουν την ποίηση της αρχαίας τραγωδίας σε άλλα δίκτυα, χρόνους και δευτερεύοντα πρόσωπα, όπως στο Στη χώρα Ίψεν (1995 στην Πειραματική Σκηνή Tέχνης στη Θεσσαλονίκη), που ερμηνεύει, βαθαίνει και ευρύνει ως θεατρική etude τους Bρυκόλακες. H Τελευταία πράξη (1997 στην Πειραματική Σκηνή Tέχνης στη Θεσσαλονίκη) διαβάζεται σαν συνέχεια του Oδυσσέα γύρισε σπίτι . Aποτελεί το μεγάλο προνόμιο των Eλλήνων λογοτεχνών, που μπορούν να ανατρέχουν και να αντλούν, να αναβαπτίζονται, θα έλεγα, στην ανεξάντλητη δεξαμενή των αρχαίων μύθων και ποιητικών κειμένων. Σατιρική χρήση αυτού του προνομίου κάνει ο Kαμπανέλλης και στην πρόσφατη Kωμωδία, όπου Άδης των νεκρών μετατρέπεται σε τουριστική επιχείρηση. T ην παράδοση του κωμικοτραγικού μονολόγου συνεχίζει ο συγγραφέας με τον Eπικήδειο , έναν τηλεφωνικό διάλογο, από τον οποίο ακούγεται μόνο το ένα μέρος, αλλά ο θεατής ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμπληρώσει μόνος του τα λόγια του άλλου, στην άλλη άκρη της γραμμής. O λόγος και ο διάλογος του Kαμπανέλλη είναι πάντα αυθεντικοί.
Πολλά έχουν γραφεί για τον Iάκωβο K αμπανέλλη, και πολλά ακόμα θα γραφούν. Πάνω από 30 θεατρικά έργα, έξι σενάρια, ένα πεζογράφημα, το Mαουτχάουζεν, τραγούδια, και μια σοφή κατάθεση προβληματισμών, από διαλέξεις και συνεντεύξεις, στον τόμο Aπό σκηνής και από πλατείας ( Aθήνα 1990), αποτελούν τις ψηφίδες ενός προσωπικού δημιουργικού μωσαϊκού, που είναι σαν ένα μικρό σύμπαν, μια σωστή κοινωνία, αν σκεφθούμε όλα τα πρόσωπα του σκηνικού πληθυσμού των έργων του κάπου μαζεμένα. O Iάκωβος K αμπανέλλης έγινε αποδέκτης πολλών διακρίσεων. Και θα δεχτεί και άλλες. Πρόσφατα εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Aκαδημίας Aθηνών. Στο πρόσωπο του, το Tμήμα Θεατρικών Σπουδών, αλλά και ολόκληρο το Πανεπιστήμιο Aθηνών τιμά το σύγχρονο νεοελληνικό έργο στην καλύτερη στιγμή του, στην πιο σύνθετή του έκφανση, στην πιο ειλικρινή του απόδοση. Στο πρόσωπό του η Eπιστήμη υποκλίνεται μπροστά στην Tέχνη, η γνώση μπροστά στην καλαισθησία, ο Oρθός Λόγος μπροστά στη φαντασία, το ψυχικό κάλλος, τη διανοητική αυθεντικότητα. Στο πρόσωπο του πατέρα του σύγχρονου ελληνικού δράματος τιμά ολόκληρη την ομάδα, δεκάδων ονομάτων, των νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων των τελευταίων πενήντα ετών, από τους οποίους μερικοί, λίγοι, ήδη έχουν εκλείψει. Mε την απόδοση της υψηλότερης τιμής, που η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει να δώσει στον Iάκωβο K αμπανέλλη, τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, το Πανεπιστήμιο τιμά τελικά και τον εαυτό του. Στο πρόσωπο του Nέστορος του σύγχρονου ελληνικού δράματος ενώνονται άλλωστε και άλλες ιδιότητες, που φαίνεται ότι στην εποχή μας σπανίζουν: ήθος, ύφος, σοφία και ιθαγένεια.
Kυρίες και Kύριοι,
Eπιστήμη και Tέχνη ενώνει η αναζήτηση της Aλήθειας, με διαφορετικές μεθόδους, που όμως μερικές φορές συγκλίνουν αρκετά. Στην Eπιστήμη δεν πρέπει να λείπει η φαντασία, όπως και στην Tέχνη δεν πρέπει να λείπει η νηφάλια κρίση. Yπάρχουν επιστήμονες που επιδίδονται με επιτυχία στις τέχνες, και υπάρχουν καλλιτέχνες που αρθρώνουν σημαντικό θεωρητικό λόγο. Σκέφτομαι τον Oδυσσέα Eλύτη ή το Γιώργο Σεφέρη, τον Kωστή Παλαμά ή το Διονύσιο Σολωμό. O θεωρητικός λόγος των λογοτεχνών έχει συνήθως κάπως διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά των κριτικών, των φιλολογούντων, των ιστορικών της λογοτεχνίας και των δοκιμιογράφων: είναι συνήθως απλός, ουσιαστικός, βαθύς, σοφός, όμορφος, χωρίς διανοουμενίστικες γιρλάνδες με εξυπναδίστικα φωτάκια, που αναβοσβήνουν, για να φαντάζουν καλύτερα.
Tέτοιος είναι και ο λόγος του Iάκωβου Kαμπανέλλη. Δεν μπορώ να αντισταθώ και σας δίνω στο τέλος τρία δείγματα, για το τι εννοούσα προηγουμένως μιλώντας για ήθος, ύφος, σοφία και ιθαγένεια.
« [...] Πιστεύω πως η τέχνη έχει μια αποστολή πολύ πιο σημαντική και από την πολιτική. Ότι πρέπει να πηγαίνει σε τέτοιο βάθος, που ακόμα και οι εκπρόσωποι των διαφόρων πολιτικών ιδεολογιών, αυτοί που μέσα σε μια Bουλή δεν καταφέρνουν εύκολα να βρουν ένα πεδίο συνεννοήσεως, να βρίσκουν στην τέχνη μια αφετηρία συμφωνίας. Θέλω με τούτο να πω πως η τέχνη πρέπει βασικά να καταπιάνεται με τη ρίζα των προβλημάτων, εκεί που ο πόνος είναι κοινός, η συνείδηση της κοινής μοίρας αντιληπτή κι απ' όπου αρχίζει ο διάλογος για συνεννόηση και όχι ο μονόλογος για απομόνωση [...]».
«[...] Aυτό είναι ιθαγένεια: Kαταπιάνομαι με τα προβλήματα του τόπου μου, γιατί αυτά ξέρω, αυτά μπορώ να δω, μ' αυτά μπορώ να πονέσω, είμαι σαρξ εκ της σαρκός των. K ι επειδή έχω πονέσει άμεσα και τίμια, μιλώ για τον πόνο σε οποιοδήποτε σημείο της γης. / Δεν βλέπω ποτέ την ιθαγένεια σαν πρόθεση να γράψω, δηλαδή, ελληνικά για να είμαι ' E λληνας. Tι θα πει αυτό; Δεν λέει τίποτα. Ή επίσης θα 'ναι τεράστιο λάθος να πει κανείς «γράφω με προοπτική να παιχτώ κι έξω». Όχι, θα γράψεις για να παιχτείς στην Eλλάδα. E ναι πολύ προτιμότερο να παιχτείς στην Ξάνθη παρά στο Λονδίνο. Γιατί να παιχτείς στο Λονδίνο, ενώ δεν σε ξέρει η Ξάνθη; Γράφεις κάτι για να εξυπηρετήσεις τον τόπο σου. Aπό τον τόπο σου και για τον τόπο σου. Nομίζω ότι εκεί εξαντλείται το θέμα της ιθαγένειας. E ναι θέμα αλήθειας. M ιας αλήθειας που τη βρίσκεις, που σε νοιάζει, που την παρουσιάζεις και που έρχεται ο άλλος και βρίσκει την αλήθεια σου, συναντιώνται η αλήθεια του άλλου με την αλήθεια τη δικιά σου [...]».
«[...] πολλές φορές σκέφτομαι πότε να γράψω το τελευταίο μου έργο. Tο έργο αυτό θα είναι ένας συγγραφέας και οι ήρωές του. Mαζεύονται στο σπίτι του όλοι τους και του ζητούν το λόγο, του ζητούν τα ποσοστά τους. Tα ποσοστά όμως σε όλα, τα ποσοστά στη φήμη, τα ποσοστά στα κέρδη, τα ποσοστά σε ό,τι άλλο ωφελήθηκε. Γιατί, ωραία, γράφει κανείς ένα έργο που τον κάνει διάσημο, του δίνει και χρήματα. Oι άλλοι όμως που τελικά εκμεταλλεύτηκε, οι ήρωές του, τι απέγιναν; [...] Kάποιες τύψεις συγγραφικές υπάρχουν. B έβαια, αν το γράψω αυτό το έργο, πρέπει να μην ξαναγράψω. Γι' αυτό λίγο το αναβάλλω [...]».
Aγαπητέ Iάκωβε, οι ήρωές σου ήρθαν, απόψε, εδώ, κάθονται ανάμεσά μας, σαν αόρατος θίασος, από την Aυλή των θαυμάτων έως τη Συνάντηση κάπου αλλού, ένα ολόκληρο πλήθος, που γεμίζει όλη την αίθουσα. Aυτός από το Aυτός και το παντελόνι του έφερε και το παντελόνι, και ο ήρωας του Eπικήδειου κρατάει ακόμα το ακουστικό. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει. Όλοι εδώ είναι, μαζί μας, μαζί σου, και δεν ήρθαν για τα ποσοστά, ήρθαν να σε ευχαριστήσουν που ζουν, που τους έδωσες το αίμα σου, το πνεύμα σου, την ψυχή σου και τα αισθήματά σου, ήρθαν να σε τιμήσουν, να σε χειροκροτήσουν. Kαι κάτι ακόμα: Aγαπητέ Iάκωβε, ανάμεσά τους υπάρχουν και μερικά πρόσωπα που δεν τα γνωρίζεις ακόμα, ή μάλλον δεν τα γνωρίζεις ακόμα καλά, πρόσωπα που ζητούν ακόμα συγγραφέα. Eσένα. Ίσως είναι η ευκαιρία για μια πρώτη γνωριμία.
Ακολούθησε ομιλία του Aναπληρωτή Προέδρου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών καθηγητή κ. Σπύρου A. Ευαγγελάτου:
Ο φίλος και συνάδελφος κ. Βάλτερ Πούχνερ ανέλυσε διεισδυτικά τις ποικίλες πτυχές του έργου του τιμωμένου. Εγώ θα σταθώ σε ορισμένα στοιχεία της δραματουργίας του, που νομίζω ότι προβάλλουν την ιδιαιτερότητά της.
Είναι καθολικά αποδεκτό ότι ο Καμπανέλλης σηματοδοτεί τη γέννηση του μεταπολεμικού νεοελληνικού θεάτρου. Τούτο σημαίνει ότι εισηγήθηκε και πέτυχε να εγκαθιδρύσει ένα είδος δραματουργίας, καινούριο, ως τότε άγνωστο, ένα είδος δραματουργίας νεοελληνικής, που συγχρόνως λαμβάνει υπ' όψη της τα διεθνή θεατρικά κινήματα. Θα προσπαθήσουμε σύντομα να προσεγγίσουμε έξι βασικά στοιχεία που προσδιορίζουν την προσωπικότητα του Καμπανέλλη ως θεατρικού συγγραφέα. Αυτά είναι: Ύφος, Ιδεολογία, Γλώσσα, Θεματολογία, Χαρακτήρες και Θεατρικότητα. Βεβαίως τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατόν να απομονωθούν το ένα απ' το άλλο, γιατί το ένα είναι προϋπόθεση ή και απόρροια του άλλου. Θα επιδιώξουμε λοιπόν να τα αντιμετωπίσουμε σφαιρικά, υπογραμμίζοντας κάπως λεπτομερέστερα κάθε στοιχείο, όπου είναι αναγκαίο.
Το ύφος της δραματουργίας του Καμπανέλλη είναι σύνθετο και εναλλάσσεται συχνά όχι μόνο σε διαφορετικά έργα του, αλλά κάποτε και μέσα σε ένα έργο: το λυρικό, το ονειρικό, το ποιητικό παραχωρούν τη θέση τους στο γκροτέσκ, το εφιαλτικό ή το καθαρά κωμικό. Κάποτε εισβάλλει ένας δήθεν ρεαλισμός, απ' όπου εκτινάζονται εξπρεσιονιστικές σκηνές. Κάποτε τα πάντα τείνουν στο τραγούδι, τον αδόμενο λόγο. Άλλοτε η αλληγορία χορεύει συντροφικά με το χιούμορ. Το ύφος και η ποιητική του ειλικρίνεια θερμαίνουν την ατμόσφαιρα, ακόμη κι όταν η θεματολογία προβάλλει ζητήματα κοινωνικά. Σε μια πρώτη μελέτη του συνόλου των έργων του ο βιαστικός αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει: ο Καμπανέλλης είναι «πολιτικός» συγγραφέας. Και είναι γεγονός ότι όλοι οι σημαντικοί ήρωές του έχουν εμπλακεί σε προβλήματα που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τον κοινωνικό, δηλ. «πολιτικό» βίο. Τα πολιτικά έργα είναι - πλην βεβαίως κάποιων εξαιρέσεων - έργα ψυχρά, διδακτικά. Οι συγγραφείς τους είναι βέβαιοι ότι γνωρίζουν το σωστό. Δεν αμφιβάλλουν. Όμως, χωρίς αμφιβολία δεν υπάρχει αληθινή τέχνη. Ο Καμπανέλλης είναι πρώτιστα ποιητής. Ο πολιτικός του λόγος είναι πάντα έμμεσος. Οι χαρακτήρες του είναι δονούμενα υπαρκτά πλάσματα και όχι φορείς ιδεών.
Η θεματολογία του είναι πολύχρωμοι πίνακες: από αρχαίους ελληνικούς μύθους και αρχαία ιστορικά γεγονότα, μέσα από παραμυθένιους μεσαιωνικούς κόσμους έως τη μικρασιατική καταστροφή, την εθνική, τη δικτατορία, την κοινωνία πλούσιων και φτωχών στη μεταπολεμική Ελλάδα κλπ., κλπ. Οι χαρακτήρες που ζωντανεύουν τα έργα του είναι βέβαια ποικίλοι, όλοι τέκνα μιας οργιώδους φαντασίας: αρχαίοι Έλληνες ήρωες μυθικοί και ιστορικοί, μεσαιωνικά βασιλόπουλα, πονεμένες μικρασιάτισσες μανάδες, δοσίλογοι, αγωνιστές της Αντίστασης, μεγιστάνες του πλούτου, φτωχοί μεροκαματιάρηδες, ξενοδόχοι - που είναι συγχρόνως πρωθυπουργοί, καλλιτέχνες, φαντάσματα, οπτασίες κ.ά. κ.ά. Καθένας από τους χαρακτήρες αυτούς ζητά τη γλώσσα του. Είναι λοιπόν φυσικό, κατά το θέμα και κατά τον ήρωα η γλώσσα να διαφέρει: άλλοτε ρεαλιστική, άλλοτε λαϊκότερη, κάποτε ηθελημένα εξευγενισμένη, άλλη φορά σπαρταριστή και κάποτε απογειωμένη, ύψιστα ποιητική, όμως σε τόνους εσωτερικούς, οικείους. Υπάρχει ωστόσο ένα κοινό γνώρισμα της γλώσσας που συνδέει τα ποικίλα πρόσωπα των έργων του: η ποιότητά της. Ακόμη και στην πιο βίαιη στιγμή, ακόμη και όταν συγκρούονται αγροίκοι απατεώνες, ο Καμπανέλλης πετυχαίνει να κρατήσει ένα σπάνιο μέτρο. Προσέχει πάντα, κατά την «ενορχήστρωση της παρτιτούρας» του, να διατηρήσει ενιαίο γλωσσικό ύφος υψηλής ποιότητας.
Για τη «θεατρικότητα» της δραματουργίας του Καμπανέλλη θα ήθελα να σημειώσω μιαν ιδιοτυπία της. Ο θεατής, βεβαίως, ερεθίζεται από τους χαρακτήρες, τις απότομες ή και απρόσμενες μετατροπές της πλοκής - κι αυτό είναι συνηθισμένο. Ωστόσο, υπάρχουν σκηνές στα έργα του, που η θεατρικότητα μας κυριεύει διεισδυτικά, ενώ εξωτερικά δεν συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο. Μέσα από μονολόγους, από σκέψεις, κάποτε και με ακινησία, νιώθουμε να μας αγκαλιάζει ένα κομμάτι μουσικής, μιας μουσικής παράξενης που συνδέεται με μακρινές παιδικές μνήμες, με το τρυφερό άγγιγμα του νεανικού έρωτα, τον πόνο για αγαπημένους που έφυγαν και ξάφνου με μια μετατροπία γυρίζει στο μείζονα τρόπο, ενώ ο κόμπος της συγκίνησης παραμένει στο λαιμό μας. Είναι η τελική πίστη στον άνθρωπο που μας δίνει μια γεύση αισιοδοξίας, ακόμη και στις δραματικότερες στιγμές. Κυρίως όμως είναι άνθρωποι κι αυτό τους επιτρέπει να ξεπερνούν τα σύνορα της ιθαγένειάς τους.
Ομιλία του τιμώμενου κ. Ιάκωβου Καμπανέλλη με τίτλο:
Πώς και γιατί γράφεται ένα θεατρικό έργο
Ευχαριστώ για τη μεγάλη τιμή αυτής της εκλογής, αγαπητοί φίλοι και φίλες, ευχαριστώ για την παρουσία σας στην αποψινή μου χαρά.
«Πώς και γιατί γράφεται ένα θεατρικό έργο». Μου ζητήθηκε να δώσω έναν τίτλο στην ομιλία μου εδώ και βρήκα αυτόν. Κανονικά θα έπρεπε να πω: «πώς και γιατί γίνεται κανείς θεατρικός συγγραφέας και πώς και γιατί γράφεται ένα θεατρικό έργο». Η απάντηση λοιπόν σε αυτά είναι το θέμα που διάλεξα να καταπιαστώ και να σας μιλήσω, με πολύ κόπο πρέπει να ομολογήσω, γιατί στη θεωρία δεν είμαι καθόλου καλός.
Ο λόγος πάντως που διάλεξα αυτό το θέμα είναι πολύ απλός, είναι ατόφια η ερώτηση που γίνεται συχνά σ' ένα συγγραφέα. Και μάλιστα συνοδεύεται από την αντιδιαστολή «αν επιτρέπεται». Ένδειξη ότι αυτός που ρωτά: «μα πώς σας ήρθε ξαφνικά να γίνεται συγγραφέας;» ή «μα πώς εμπνευστήκατε αυτό το έργο;» ανησυχεί μήπως ζητά μυστικά που δεν εξωτερικεύονται, ότι ζητά κάτι που είναι πάρα πολύ. Στην περίπτωσή μου το μόνο «πάρα πολύ» είναι η δυσκολία μου να απαντήσω. Επιδεινώνουν δε τη δυσκολία οι προσδοκίες που δηλώνονται μ' αυτές τις ερωτήσεις: αυτό ας πούμε το «πώς σας ήρθε ξαφνικά;». ζητά ένα συνταρακτικό συμβάν, μια δραματική σκηνή επιφοίτησης. Κάτι παρόμοιο απαιτεί και το: «μα πώς εμπνευσθήκατε;».
Η δυσκολία τελικά έγκειται στο ότι πρέπει να βρεις μια λογική απάντηση σε παράλογες ερωτήσεις από λογικούς ανθρώπους, ενώ μια σωστή απάντηση μόνο στον παράλογο συγγραφικό σου κόσμο μπορεί να βρεθεί.
Από την έως τώρα εμπειρία μου πάντως, έχω το προηγούμενο ότι τις περισσότερες φορές οι απαντήσεις απογοητεύουν. Φαίνεται πως η εξήγηση ότι αυτά γίνονται με έναν δικό τους ρυθμό, με διεργασίες ανύποπτες, συνθέσεις τυχαίες και δεν τα γεννά όλα από την αρχή έως το τέλος η παντοδύναμη πρόθεση και φαντασία του συγγραφέα, απομυθοποιεί γραφικές φαντασιώσεις. Δε χαίρομαι που κατεδαφίζω προσδοκίες, αλλά νομίζω πως είναι πιο ουσιαστικός και πιο γραφικός ο αληθινός μύθος, οι πραγματικές αιτίες, συγκυρίες και ανεξέλεγκτες καταφυγές που σε ωθούνε να γράψεις.
Μοιραία, θα μεταχειριστώ σαν παράδειγμα την περίπτωσή μου, επειδή οι γενικότητες μοιάζουν με αφηρημένες έννοιες. Ούτε άλλωστε θα μπορούσα για μια τόσο ατομικά αυτοκίνητη λειτουργία να μιλήσω και για λογαριασμό άλλων. Κανένας βίος δεν εκπροσωπεί άλλους βίους. Τον δικό μας ξέρουμε, τον δικό μας ζυμώνουμε και μόνο γι' αυτόν μπορούμε να μιλάμε, αν όχι με απόλυτη ακρίβεια, οπωσδήποτε όμως με λιγότερες εικασίες. Γι' αυτό συγχωρείστε μου που πρέπει να περιαυτολογήσω.
Ο καθηγητής κύριος Πούχνερ αναφέρθηκε στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν που είδα το χειμώνα του 1945. Πρέπει να ήταν Δεκέμβριος. Πραγματικά στην παράσταση εκείνη - που σημειωτέον δεν μπήκα στο θέατρο για να τη δω (για άλλο λόγο κατέληξα σ' ένα κάθισμα του εξώστη) - στην παράσταση εκείνη που τυχαία παρακολούθησα για να περάσει η ώρα, μου αποκαλύφθηκε η μαγική δύναμη του θεάτρου, το θαύμα του! Ανακάλυψα το θέατρο και. ναι, δρομολογήθηκε η πορεία μου στο θέατρο.
Παρ' όλα αυτά δεν θα έλεγα πως κάτι έγινε ξαφνικά. Είχαν προηγηθεί άλλα. Που δεν είχαν άμεση σχέση με το θέατρο, αλλά ήταν μια προθεατρική μορφή παράστασης: Έχοντας επιστρέψει μερικούς μήνες πριν από ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως - να μη τα ξαναλέμε αυτά - στα οποία τέτοια στρατόπεδα ήταν πια γνωστό τι είχε γίνει, όλοι, δικοί μου, φίλοι μου, γνωστοί μου ήθελαν να τα ακούσουν από τον αυτόπτη μάρτυρα που γλίτωσε και γύρισε. Χωρίς υπερβολή εκείνους τους μήνες και επί ώρες κάθε μέρα διηγόμουν, διηγόμουν, διηγόμουν. Και τα πιο δραματικά ή παράδοξα από αυτά που έλεγα τα ξανάλεγα. Είτε γιατί θέλανε να τα ξανακούσουν είτε γιατί ο ίδιος άρχισα να διαλέγω τα πιο χαρακτηριστικά. Αυτόματα συνειδητοποιούσα την αξία αυτών που έλεγα και συνάμα τη σημασία να είσαι κάποιος που είχε κάτι να πει! Ειδικά μάλιστα εκείνο τον καιρό. Επειδή ήξερα πια ότι θα τα λέω και θα τα ξαναλέω, άρχισα να νοιάζομαι και για τον ειρμό της αφήγησης, το λεκτικό. Γι' αυτό και κάποιοι μου λέγανε: «αυτά πρέπει να τα γράψεις και έτσι ζωντανά όπως τα λες.» Οπότε διηγόμουν, διηγόμουν, έγραφα, έγραφα, έγραφα.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πριν από αυτό. Διάβαζα πολύ και από πολύ νέος. Αλλά στα εφηβικά και στα νεανικά μας χρόνια δεν διαβάζουμε μυθιστορήματα για να μορφωθούμε και να καλλιεργηθούμε. Τα διαβάζουμε για να τα ζήσουμε. Γιατί δεν μας χωρά το σπίτι μας, η γειτονιά μας, ο δεδομένος κόσμος μας, ο εαυτός μας. Τα στέκια μου ήταν μεταξύ Βοτανικού, Μεταξουργείου, Θησείου, όμως εγώ κυκλοφορούσα στους δρόμους τους νιώθοντας πότε σαν Αλιόσα Καραμαζόφ, πότε σαν πρίγκιπας Μίσκιν, πότε σαν ο Γιοχάνες απ' την Βικτώρια του Κνουτ Χάμσουν και άλλους. Είναι τα χρόνια που κάθε άνθρωπος, νομίζω, ξεπορτίζει από τα μικρά και τα μέτρια που τον ορίζουν και αναζητά ένα μεγάλο εγώ, ένα μεγάλο ρόλο. Κάποιες φορές όταν με ρωτούν πώς βρέθηκα σ' ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, και μάλιστα απ' τα χειρότερα, απαντώ «εθελοντικά» και δεν το λέω για να αστειευτώ. Ίσως να μην είχα βρεθεί εκεί, αν δεν είχα έναν χαρακτήρα τέλεια αλλοπαρμένο και φαντασιόπληκτο απ' τα βιβλία που είχα διαβάσει. Όπως επίσης δεν ξέρω αν θα είχα καταλήξει συγγραφέας, χωρίς την εμπειρία του Μαουτχάουζεν.
Και μετά από την ασάφεια για το: «γιατί και πώς γίνεται κανείς συγγραφέας» ας πάμε στη δεύτερη, στο «γιατί και πώς γράφεται ένα θεατρικό έργο». Και πάλι αυτά που θα πω δεν μπορούν να εκπροσωπούν παρά μόνο εμένα. Δεν υπάρχουν κανόνες και μέθοδοι κοινής χρήσεως. Και κυρίως, επειδή ο τρόπος εκκίνησης, τα ερεθίσματα είναι αυτά που ορίζουν το πώς θα γραφτεί ένα έργο. Αυτά κάνουν άλλη διαδρομή στο συναίσθημα, στη διάνοια, στις εμπειρίες κάθε συγγραφέα. Κάθε συγγραφέας άλλωστε αποκτά με τον καιρό τις δικές του συνήθειες, όχι τεχνικές, συνήθειες που του έχουν γίνει φύση, η συγγραφική του φύση. Αλλά ούτε αυτές είναι τόσο σταθερές, κι αυτές αλλάζουν από έργο σε έργο. Έχω γράψει έργο ξεκινώντας από την πρώτη σκηνή, άλλο από τη σκηνή του τέλους ή κάποια ενδιάμεση. Έχω αλλάξει διαλογική σκηνή σε μονολογική ή το αντίστροφο. Έχω ξαναγράψει ένα μεγάλο μέρος έργου, γιατί γράφοντάς το διαπίστωσα πως θα ήταν πιο σωστό να διαδραματιστεί σε άλλο χώρο. Έχω πλάσει εκατοντάδες βιογραφίες θεατρικών χαρακτήρων, γιατί ήταν αδύνατο να τους βάλω να δράσουν στο έργο χωρίς να ξέρω όσο και οι ίδιοι το παρελθόν τους. Για να γράψω μια σκηνή στο έργο Έβδομη μέρα της δημιουργίας είχα ζητήσει άδεια από την εταιρία Τσιμέντων Ελευσίνος να κυκλοφορώ ελεύθερα για μερικές μέρες στο εργοστάσιο. Έχω γράψει έργα που τα πρότυπα όλων των προσώπων τα συνάντησα στον ίδιο χώρο και χρόνο. Σε άλλα έργα έχει συμβεί το εντελώς αντίθετο. Θα αναφέρω σαν παράδειγμα το έργο Ο δρόμος περνά από μέσα. Σημειωτέον ότι γράφτηκε στα χρόνια 1988-89. Τριαντατέσσερα χρόνια πριν, το 1954, μέναμε στον τέταρτο όροφο ενός σπιτιού της οδού Ιθάκης, χωρίς ασανσέρ. Κάποιο πρωί περιμέναμε να μας έρθει μια γυναίκα για ένα καλό καθάρισμα του σπιτιού. Πλησιάζανε τα Χριστούγεννα. Κατά τις οχτώ ακούστηκε το κουδούνι. Πατήσαμε το κουμπί ν' ανοίξει η πόρτα της εισόδου. Περάσανε και πέντε και δέκα και δεκαπέντε λεπτά, αλλά η γυναίκα δεν εμφανίστηκε. Είπα να κατεβώ να δω τι απέγινε, και στα μισά της σκάλας είδα μια πολύ ηλικιωμένη κυρία καθισμένη στο σκαλί. Αιφνιδιάστηκε που με είδε, σηκώθηκε και ανασαίνοντας λαχανιασμένα είπε πολλές σκάλες, πολλές σκάλες. Αλλά πρέπει να σας την περιγράψω: τα μαλλιά της βαμμένα μωβ προς το μπλε, το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο ραντισμένο με πούδρα, κατακόκκινα μάγουλα και χείλια, γαλάζια σκιά και μαύρες γραμμές γύρω απ' τα μάτια. Φορούσε ένα άσπρο πανωφόρι, γούνινο, αλλά τόσο μαδημένο πια που φαινόταν το δέρμα του ζώου. Στο λαιμό δύο κασκόλ, ένα μάλλινο για να μην κρυώνει κι ένα άλλο που θύμιζε μπουά από φτερά στρουθοκαμήλου. Κι όλα αυτά, όπως καταλάβαμε ύστερα, για να μη φαίνεται πως γέρασε κι ότι μπορεί ακόμα να δουλεύει. Τη βοήθησα να ανεβεί την υπόλοιπη σκάλα και να φθάσουμε στο διαμέρισμά μας. όπου πια η μέρα κύλησε ακούγοντάς την να μας λέει πώς δέχτηκε να 'ρθει και στο σπίτι μας, γιατί είχε καλές συστάσεις. Γιατί δεν πήγαινε όπου όπου, διάλεγε πού θα πάει. Αν έκανε αυτή τη δουλειά ήταν γιατί της άρεσε να βοηθάει τις άλλες κυρίες να έχουν το σπίτι τους τακτοποιημένο σωστά, γι' αυτό και πήγαινε μόνο σε σπίτια αριστοκρατικού γούστου. Είπε ακόμη κατηγορηματικά στη γυναίκα μου ότι όρος απαράβατος, αν θέλαμε να ξανάρθει, είναι να την αφήσει ανενόχλητη να τακτοποιήσει το σπίτι - δεν είπε ποτέ καθαρίσει - όπως ξέρει αυτή. Περιττό να σας πω πως όταν νωρίς το απόγευμα, μετά τον καφέ που ήπιαμε όλοι μαζί, έφυγε, στο σπίτι δεν είχε αλλάξει τίποτα. Αλλά ούτε τη γυναίκα μου την πείραξε αυτό. Είχαμε περάσει πολύ ωραία.
Καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα, κάτω από τη σκιά των δέντρων της Φωκίωνος Νέγρη, ένας φίλος μου, γόνος γνωστής ιστορικής οικογένειας, μου αφηγήθηκε ότι τον επισκέφθηκε ένα παλαιοπώλης και του πρότεινε την εξής συνεργασία: να του παραχωρήσει τους χώρους υποδοχής του σπιτιού του, να τους κάμει παλαιοπωλείο! Τον βεβαίωνε δε ότι θα κάνουν χρυσές δουλειές, γιατί οι πελάτες θα νομίζουν πως αγοράζουν τις αντίκες κατ' ευθείαν από την πηγή. Ήταν ένας σαραντάρης, λαϊκός τύπος, πανέξυπνος, συμπαθητικός, πετυχημένος στη δουλειά του, με δυο μαγαζιά ήδη σε καλούς δρόμους και με παραπέρα φιλοδοξίες. Αλλά έκαμε την πρότασή του στον πιο ακατάλληλο άνθρωπο. Και σίγουρα δεν θα σταμάτησε στο φίλο μου, θα έψαξε αλλού.
Ένα τέτοιο πρωτάκουστο περιστατικό δεν το ξεχνάς. Μου ξαναήρθε αρκετές φορές στο νου η σκηνή του ατσίδα αντικέρ που προσπαθεί να πείσει το φίλο μου, έναν άνθρωπο ιδιαίτερα συνεσταλμένο, ποιητικής και ασκητικής ψυχοσύνθεσης να τα οικονομήσουν στήνοντας μέσα στο σπίτι του μια κομπίνα.
Το 1972, έχουν πάλι περάσει αρκετά χρόνια, μείναμε λίγες μέρες σ' ένα λουξ ξενοδοχείο σε γνωστό θέρετρο. Είχε, κι ασφαλώς θα την έχει και τώρα, μια απλόχωρη βεράντα δίπλα στη θάλασσα απ' όπου, συν τοις άλλοις, απολαμβάναμε τη θέα της κοσμικής ζωής στην πλαζ, στη θάλασσα και στα γύρω τραπέζια. Γιωτ, θαλαμηγοί, ιστιοπλοΐες, σέρφινγκ, θαλάσσιο σκι. Οργασμός! Θα πρέπει να ήταν η δεύτερη ή τρίτη μέρα, όταν ενεφανίσθη στη βεράντα ένα νεοφερμένο ζευγάρι. Ο σύζυγος θα ήταν σαρανταπεντάρης, μέτριος στο ανάστημα, παχουλός πολύ μαυριδερός, μαλλιαρός και με πρώιμη φαλάκρα. Μιλούσε δυνατά ό,τι και να λεγε, χαρακτηριστικό των ανθρώπων που τους περισσεύει αυτοπεποίθηση. Ακόμα κι άμα κουβέντιαζε με τη γυναίκα του ακούγαμε όλοι τι έλεγε. Αυτή ήταν τουλάχιστο είκοσι χρόνια νεότερη, πολύ όμορφη σε όλα της, ένα πραγματικά ρατσάτο πλάσμα. Αντίθετα μ' αυτόν, κοίταζε με δειλία γύρω της, μιλούσε πολύ σιγά, συμπεριφορά που δεν ταίριαζε με το μπικίνι μαγιώ της και τα πολλά χρυσαφικά που τη στολίζανε. Όλα τους επίσης τα αξεσουάρ, τσάντες, γυαλιά του ήλιου, χοντρές και αφράτες πετσέτες του μπάνιου ήταν ακριβοπληρωμένα.
Εγκαταστάθηκαν στο διπλανό τραπέζι και όταν πλησίασε ο νεαρός σερβιτόρος να τους ρωτήσει αν θέλουν να πάρουν κάτι, ο σύζυγος είπε ότι θέλει τον μπάρμαν να του μιλήσει. Ήρθε ο μπάρμαν από τον οποίο ζήτησε μια μάρκα ουίσκι. Ο μπάρμαν έφυγε και ξανάρθε μ' ένα σφραγισμένο μπουκάλι στου οποίου την ετικέττα ο σύζυγος σημείωσε το όνομά του με χρυσό στυλό που έβγαλε από την τσάντα του μπάνιου. Έχωσε ένα πουρμπουάρ στην τσέπη του μπάρμαν και είπε να του στείλει κάποιον άλλον. Κατέφθασε και ο άλλος, οπότε από ένα χρυσό μπρελόκ με πλήθος κλειδιά έβγαλε και του έδωσε ένα με την εντολή να ανοίξει το πορτμπαγκάζ, να πάρει το κάλυμμα του αυτοκινήτου, να το σκεπάσει να μην σκονίζεται γιατί είναι σπορ και να το ξεσκεπάσει άμα νυχτώσει που θα το χρειαστεί.
Δεν άργησε καθόλου να γνωριστεί με άλλους και να κάνουν παρέα με τους νέους που έκαναν θαλάσσιο σκι και ξενυχτούσαν στις ντισκοτέκ και τα μπαρ της περιοχής. Φυσικά, στην παρέα που αυτός διάλεξε, η γυναίκα του δεν ήταν παραφωνία, ενώ ο ίδιος όσες προσπάθειες εξομοίωσης κι αν έκανε έδειχνε σαν αναγκαίο κακό.
Οπότε κάποιο απομεσήμερο, στη σχεδόν άδεια εκείνη την ώρα βεράντα συνέβησαν τα εξής:
Λίγο πιο πέρα από μένα που καθόμουν και διάβαζα βρισκόταν ο σύζυγος. Κάπνιζε το 'να τσιγάρο πίσω απ' τ' άλλο και κοίταζε συνέχεια προς τις βραχονησίδες που ήταν στο βάθος. Κάποτε φάνηκε να 'ρχεται από κει μια εξωλέμβιος και τέλος φτάσανε και στη βεράντα η σύζυγος και δύο νέοι απ' την παρέα.
Πρόσχαρος τώρα, άκουγε πως η γυναίκα του τα πάει μια χαρά στο σκι κι ότι γρήγορα θα γίνει άσος. Συμφώνησαν και για τη νύχτα, να πάνε στη μπουάτ που έφιαξε ένας γνωστός ζωγράφος κι όπου ακούς μόνο προκλασική μουσική.
Όταν όμως οι δύο νέοι έφυγαν όλα άλλαξαν κι ο σύζυγος είπε μουλωχτά πού ήσουνα μωρή τόσες ώρες - και η φράση τελείωσε με κάτι για την Παναγία της! Αυτή κοπάνισε το χέρι στο τραπέζι και απάντησε: άκου δω, εσύ δε μ' έφαγες να μάθω σκι; κι έβαλε τα κλάματα. Σε ένα συγγραφέα αυτά τα λίγα μπορούν να αποκαλύψουν πάρα πολλά.
Έχουν περάσει και πάλι αρκετά χρόνια από τότε κι ένα απόγευμα, κοντεύει ηλιοβασίλεμα, ανεβαίνω το δρόμο μου προς την Πατησίων. Υπάρχει εκεί ένα υπέροχο παλιό αρχοντικό, στου οποίου τον υπόλοιπο κήπο σώζονται ακόμη δυο τρία πανήψυλα δέντρα. Τα χιλιάδες πουλιά που κουρνιάζουν σ' αυτά πριν καταλαγιάσουν στα κλαδιά τους φτεροκοπούν πρώτα γύρω γύρω τιτιβίζοντας όλα μαζί, μια χαρά Θεού ακατάσχετη φλυαρία.
Δεν ήταν η πρώτη φορά (αλλά ήταν η πιο δραστική) που θυμήθηκα τι ζήσαμε ένα βράδυ, όταν μέναμε στην οδό Καμπάνη και στο διπλανό παληό σπίτι, αφού το κατεδάφισαν, έκοψαν κι ένα θεόρατο, αιωνόβιο πεύκο που ήταν στον κήπο του. Το ίδιο βράδυ τα σμήνη τα πουλιά που γυρίσανε να κουρνιάσουν πετούσαν σαν τρελά στην άδεια θέση, ακόμα κι όταν πια είχε νυχτώσει. Και ξαναήρθαν γυρεύοντας τον κόσμο που ήξεραν και την άλλη μέρα και την παράλλη.
Η ανάμνηση της τραγωδίας των πουλιών εκείνο το απόγευμα ήταν η αφορμή για να αρχίσουν να έλκονται προς άλληλα τα άσχετα μεταξύ τους πρόσωπα που ανέφερα. Να έλκονται και συνάμα να ξεφεύγουν από την πρότυπη μορφή τους, να υφίστανται αλλαγές, ν' αποκτούν παρελθόν, χαρακτήρα, ιδεολογίες, συναισθήματα, αιτιολογημένη ψυχοσύνθεση, συμπεριφορά και λοιπά.
Λόγου χάρη κάτοικος ενός τέτοιου παλιού αρχοντικού θα μπορούσε να είναι ένας ηλικιωμένος συγκληρονόμος που έμεινε άγαμος.
Παρά την κακή οικονομική του κατάσταση και τις πιέσεις των συγκληρονόμων να πουληθεί το σπίτι αρνιέται κατηγορηματικά. Επικαλείται το τι συνέβη με τα πουλιά όταν έκοψαν τα δέντρα στο διπλανό σπίτι και προσθέτει πως το ίδιο θα πάθουν οι ψυχές των γονιών τους και των παππούδων τους, αν το πουλήσουν και κατεδαφιστεί.
Μόνη σύμμαχός του είναι η συνομήλική του και ανέκαθεν υπηρέτρια στην οικογένεια κυρία Γλυκερία, και αυτή άγαμη. Όλη της η ζωή, η υπόστασή της, η ιστορία της, η υπόληψή της είναι ότι υπηρετούσε σ' ένα τόσο αριστοκρατικό σπίτι. Η ύπαρξη του σπιτιού είναι και δική της ύπαρξη. Γι' αυτό, για να μην το χαλάσουν, φθάνει, παρά τα γεράματά της, να ξενοδουλεύει, για να βοηθά - στα κρυφά - οικονομικά, το αφεντικό της.
Στον κύριο αυτού του αφεντικού έρχεται ο επιτυχημένος και με νέες ιδέες αντικέρ
- γόνος παλαιοπώλη στο Μοναστηράκι - και κάνει την πρόταση για συνεργασία με μετατροπή του σπιτιού σε αντικάδικο. Σημειωτέον ότι έχει άλλα δύο καταστήματα σε κεντρικούς δρόμους.
Ο κύριος Ποριώτης πείθεται. Γιατί διαβλέπει πως με τα έσοδα που θα φέρνει η εμπορική αξιοποίηση του σπιτιού οι συγκληρονόμοι θα ικανοποιηθούν.
Έτσι το μισό σπίτι γίνεται κατάστημα με υπεύθυνη τη γυναίκα του αντικέρ. Είναι αρκετά νεότερή του, εντυπωσιακά όμορφη και συνάμα απρόβλεπτη. Παρ' όλο που δεν έχει καμιά παιδεία, ακούει συνέχεια προκλασική μουσική και διαβάζει με πάθος καλά βιβλία.
Ο αντικέρ που κατά βάθος τον ανησυχεί η φανερή ανωτερότητά της εξομολογείται κάποια στιγμή στον κύριο Ποριώτη πως ουσιαστικά τη μάζεψε απ' το δρόμο κι ότι το πλάσμα που τώρα βλέπει είναι έργο του.
Όλα δείχνουν ήρεμα, αλλά δείχνουν απλώς. Ο αντικέρ έχει αρχίσει να σχεδιάζει την κατάληψη όλου του σπιτιού, βοηθούμενος κι απ' την - διακριτική μεν αλλά εμφανή - αδυναμία του ηλικιωμένου κυρίου για την κοπέλα.
Η κυρία Γλυκερία, η συν τοις άλλοις ισόβια ερωτευμένη με τον κύριό της, που ένιωσε την εισβολή του ζευγαριού στο σπίτι σαν ανοσιούργημα, ψυχανεμίζεται κινδύνους, ταράζεται από άσκημα όνειρα και κακά προαισθήματα.
Και δεν έχει άδικο. Από το Λονδίνο όπου ζει, έρχεται ο ανηψιός και βασικός συγκληρονόμος του αφεντικού της, αποφασισμένος να πετάξει έξω τους παλιατζήδες και να λύσει οριστικά το πρόβλημα με την πώληση του σπιτιού. Που γι' αυτόν, δεν είναι το ιερό της οικογένειάς του και των προγόνων του, αλλά η κιβωτός των αμαρτιών τους. Απ' τη μια είναι γεμάτος ευαισθησίες κι απ' την άλλη κυνικός, φλεγματικός, επιτηδευμένος, συμπεριφορά που ένα νέο, ωραίο κομψό άνδρα τον κάνει ακόμα πιο εξωτικά γοητευτικό.
Έχοντας λίγο καιρό μετά από κείνο το απόγευμα σχηματισμένους στο νου μου αυτούς τους πέντε χαρακτήρες, ένιωσα πως ήθελα ν' αρχίσω να γράφω το έργο. Το τι θα συνέβαινε το κουβαλούσαν μέσα τους οι ίδιοι.
Σε όσα είπα γι' αυτό το έργο θα προσθέσω μόνο πως τελειώνει με μία - σχεδόν - ανθρωποθυσία απ' την οποία κανείς απ' τους θύτες δεν βγαίνει ωφελημένος.
Αγαπητοί φίλοι, έτσι απρόοπτα καμιά φορά μπορεί ν' αρχίσει να σπέρνεται ένα έργο και με τέτοια άσχετα μεταξύ τους απρόοπτα να φθάσει στην τελική του μορφή. Γι' αυτό και οι απαντήσεις στο γιατί και πώς, σχηματικές και μόνο σχηματικές μπορούν να είναι.
Στη συνέχεια διαβάστηκαν το ψήφισμα του Τ.Θ.Σ., το κείμενο της αναγόρευσης και το απονεμηθέν δίπλωμα.
ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ Πρυτανεύοντος εν τω Αθήνησιν Εθνικώ και Καποδιστριακώ Πανεπιστημίω Κωνσταντίνου Α. Δημοπούλου, κοσμητεύοντος εν τη των Φιλοσόφων Σχολή Εμμανουήλ Ιω. Μικρογιαννάκη, προεδρεύοντος εν τω Τμήματι Θεατρικών- Σπουδών Βάλτερ Ιω. Πούχνερ, έδοξεν ομοθύμως τω Τμήματι επειδή
Εγένετο Αθήνησι, μηνός Ιανουαρίου δωδεκάτη έτει ενάτω και ενενηκοστώ Ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών |